- φυλλοβόλημα
- το, Ν [φυλλοβολώ]η φυλλοβολία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φυλλοβόλημα — το, ατος το πέσιμο των φύλλων, το φυλλορρόισμα, η φυλλόρροια, η φυλλοβολή, η φυλλοβολία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φυλλοβολή — η το φυλλοβόλημα (βλ. λ.): (Φύλλο)που ...τρεμοσβήνεις μες στη φυλλοβολή (Λ. Πορφύρας) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φυλλοβολία — η το φυλλοβόλημα (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φυλλορρόισμα — το, ατος φυλλοβόλημα (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)